- μπαλαντέζα
- uzatma kablosu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπαλαντέζα — η καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeuse, θηλ. τού baladeur «αυτός που περιφέρεται» < ρ. (se)balader «περιφέρομαι τριγυρίζω» < balade … Dictionary of Greek
μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… … Dictionary of Greek
μπαλαντέρ — ο άκλ. (στη χαρτοπαιξία ή άλλα παιχνίδια) χαρτί τής τράπουλος ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε άλλο χαρτί ή στοιχείο, αλλ. τζόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeur «αυτός που περιφέρεται» (πρβλ. αγγλ. joker) < ρ. (se)… … Dictionary of Greek